λαφρόστοιχος

λαφρόστοιχος
-η, -ο
αυτός που παρασύρεται και ακολουθεί χωρίς σκέψη πότε τον έναν, πότε τον άλλο, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαφρός + -στοιχος (< στείχω «πορεύομαι»), πρβλ. σύ-στοιχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”